- κυρίσσω
- κυρίσσω, αττ. τ. κυρίττω (Α)1. χτυπώ με τα κέρατα, κερατίζω («βοὸς μόσχον... εἶδον κυρίττοντα πρὶν φῡσαι τὰ κέρατα», Γαλ.)2. (γενικά) χτυπώ, πλήττω (α. «ἕνεκα τῆς τούτων πλεονεξίας κυρίττοντες ἀλλήλους σιδηροῑς κέρασι», Πλάτ.β. «οἵδ ἀμφὶ νῆσον... κυκώμενοι κύρισσον ἰσχυρὰν χθόνα», Αισχύλ.)3. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ κυρίττων (ενν. λόγος)λογικό δίλημμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εμφανίζει θ. κυρ- και συνδέεται με τον τ. κέρας].
Dictionary of Greek. 2013.